- πρενυλαμίνη
- η, Ν(φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από την αμφεταμίνη, έχει ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και επιδρά στην κυκλοφορία τών στεφανιαίων αγγείων προκαλώντας αγγειοδιαστολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.